θρησκευομένων

θρησκευομένων
θρησκεύω
perform religious observances
pres part mp fem gen pl
θρησκεύω
perform religious observances
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… …   Dictionary of Greek

  • Ωσηέ — Ένας από τους ελάσσονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος έδρασε στο βόρειο ισραηλιτικό Βασίλειο από τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ., δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιεροβοάμ B’ και μάλιστα στην περίοδο της αναρχίας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”